- αμπάλωτος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που δεν έχει μπαλωθεί, επιδιορθωθεί ή δεν μπορεί να επιδιορθωθεί: Τα παπούτσια του ήταν τρύπια και τα ρούχα του αμπάλωτα.2. αυτός που δεν είχε κάποια ωφέλεια από κάπου: Όλοι κάτι μπαλώθηκαν, μονάχα εκείνος έμεινε αμπάλωτος.3. αυτός που δεν τα μπάλωσε, δε δικαιολόγησε επιτήδεια κάποιο φταίξιμό του: Μ' όλα όσα σκαρφίστηκε για να δικαιολογηθεί, τελικά έμεινε αμπάλωτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.